- προκύλισις
- -ίσεως, ἡ, Α [προκυλίομαι]το να πέφτει κανείς μπροστά στα πόδια κάποιου για να τόν ικετεύσει («προκυλίσεις καὶ προσκυνήσεις», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκυλίσεις — προκύλισις prostration before fem nom/voc pl (attic epic) προκύλισις prostration before fem nom/acc pl (attic) προκυλί̱σεις , προκυλίνδομαι roll forward aor subj act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκυλισμός — ὁ, Α [προκυλίομαι] η προκύλισις* … Dictionary of Greek
προκυλίσεων — προκυλίσεω̆ν , προκύλισις prostration before fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)